- βανδαλικός
- η , ό[ν] относящийся к вандалам; варварский;
βανδαλική επιδρομή — нашествие вандалов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βανδαλική επιδρομή — нашествие вандалов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βανδαλικός — ή, ό αυτός που ανήκει στους Βανδάλους ή έχει σχέση μ αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βάνδαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Βυζαντίου Δ. Σκαρλάτου] … Dictionary of Greek
βανδαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Βανδάλους. 2. βάρβαρος, σκληρός: Σε καιρό πολέμου οι βανδαλικές πράξεις είναι αναπόφευκτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)